- αειπάρθενος
- ἀειπάρθενος, ο, η (ΑΜ) (αιολικός τύπος και ἀιπάρθενος)αυτός που διατηρεί την παρθενική του αγνότητα σε όλη τη διάρκεια τής ζωής του2. στην εκκλησιαστική γλώσσα ως επίθετο τής Θεομήτορος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + παρθένος.ΠΑΡ. μσν. ἀειπαρθενεύω, αρχ.-νεοελλ. αειπαρθενία].
Dictionary of Greek. 2013.